- αμαχαίρωτος
- η , ο не пораненный ножом, кинжалом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαχαίρωτος — η, ο [μαχαιρώνω] αυτός που δεν χτυπήθηκε, δεν τραυματίστηκε ή δεν σκοτώθηκε με μαχαίρι … Dictionary of Greek
αμαχαίρωτος — η, ο αυτός που δε χτυπήθηκε με μαχαίρι: Όποιον επιχειρούσε να τον εμποδίσει δεν τον άφηνε αμαχαίρωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)